πληγη

πληγη
    πληγή
    дор. πλᾱγά (γᾱ) ἥ
    1) удар
    

πληγὰς παίειν (ἐμβάλλειν, ἐντείνεν) Xen., δοῦναι Dem., πατάσσειν Plat., καταφέρειν Plut. — наносить удары;

    πληγὰς τύπτεσθαι Arph. и λαβεῖν Thuc. — получать удары;
    πολλὰς πληγὰς μαστιγοῦσθαι Plat. — получать много ударов кнутом;
    πληγαὴ στέρνων Soph. — удары в грудь;
    πληγαὴ τῶν ὀδόντων Xen. — удары (кабаньих) клыков;
    οὐ γενομένου τραύματος, ἀλλὰ πληγῆς μόνον ἐξέθανε Plut. — он умер не от раны, а от одного лишь удара (ср. 5)

    2) перен. удар, бедствие, несчастье
    

(πληγαὴ βιότου Aesch.)

    3) поражение, разгром
    

(λαβεῖν πολλὰς πληγάς Polyb.)

    4) ушибленное место
    

πληγεὴς ἀεὴ τῆς πληγῆς ἔχεται погов. Dem. — ушибленный всегда хватается за ушибленное место

    5) (= τραῦμα См. τραυμα, ср. 1) рана
    

(π. τῆς μαχαίρας NT.)

    τελευτῆσαι ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος Plat. — умереть от нанесенной раны

    6) укол, ужаление
    

(τῆς μελίττης Plut.)

    7) физиол. толчок, раздражение
    

δι΄ ὤτων π. διαδιδομένη Plat. — переданное через уши, т.е. слуховое раздражение


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "πληγη" в других словарях:

  • πληγή — blow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • πληγῇ — πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πληγή blow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγή — η 1. τραύμα, χτύπημα, έλκος: Γέμισε το σώμα του πληγές. 2. μτφ., δυστυχία, συμφορά, δυσκολία, ενόχληση, εμπόδιο: Οι δέκα πληγές του Φαραώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήγη — πλήσσω struck with terror aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πλήσσω struck with terror aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγῆι — πληγῇ , πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πληγῇ , πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πληγῇ , πληγή blow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγαῖς — πληγή blow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγαῖσι — πληγή blow fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγαί — πληγή blow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγᾶς — πληγή blow fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγῆς — πληγή blow fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»